- ράχη
- Oνομασία 9 οικισμών.
1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Άρτας του ομώνυμου νομού. Βρίσκεται στα βορειοανατολικά του βάλτου της Βίγλας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (10τ. χλμ.).
2. Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 35 μ.), στην πρώην επαρχία Πατρών, του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Καραίικων.
3. Μικρός ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ.), στην πρώην επαρχία Πατρών, του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Σταυροδρομίου.
4. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 390 μ.), στην πρώην επαρχία Ημαθίας, του ομώνυμου νομού. Βρίσκεται στα νότια της Βέροιας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (16 τ. χλμ.).
5. Μικρός ορεινός οικισμός (υψόμ. 640 μ.), στην πρώην επαρχία Δωδώνης, του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Σκλίβανης.
6. Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.), στην πρώην επαρχία Κερκύρας, του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Γιμαρίου.
7. Μικρός ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.), στην πρώην επαρχία Νάξου, του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Χαλκείου.
8. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Λευκάδας, του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Νυδρίου.
9. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ.), στην πρώην επαρχία Πιερίας, του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Λόφου.
* * *(I)η / ῥάχις, ΝΜΑ1. το κατά μήκος τής σπονδυλικής στήλης μέρος τού κορμού, δεξιά και αριστερά της, που περιλαμβάνεται μεταξύ ώμου και αυχένα προς τα επάνω και λεκάνης προς τα κάτω, η πλάτη2. η σπονδυλική στήλη, η ραχοκοκαλιά (α. «με πονάει όλη μου η ράχη» β. «σύγκειται δ' ἡ ῥάχις ἐκ σφονδύλων, τείνει δ' ἀπὸ τῆς κεφαλῆς μέχρι πρὸς τὰ ἰσχία», Αριστοτ.)3. η πλάγια ανηφορική έκταση όρους ή λόφου, η πλαγιά (α. «ράχη σε ράχη περπατεί, λημέρι σε λημέρι», δημ. τραγούδιβ. «κατέβαινε κατὰ τήν ἐπὶ τὰ πεδία κατατείνουσαν ῥάχιν», Πολ.)4. κορυφογραμμή χαμηλού όρους ή λόφου (α. «στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη», Σολωμ.β. «παράλληλοι δὲ τινες ῥάχεις ὀρῶν παρατείνουσι τῷ ποταμῷ», Στραβ.)νεοελλ.1. επίμηκες μεσαίο τμήμα τού σώματος, αμφίπλευρης μεν συμμετρίας αλλά κυρτό, ενός ζώου, ή φυτού2. μτφ. κάθε κυρτή ή οπίσθια επιφάνεια ενός σώματος ή αντικειμένου («η ράχη τού βιβλίου»)3. ο άξονας τού φτερού ενός πτηνού4. βοτ. α) ο κύριος άξονας ενός πτερωτού φύλλουβ) ο κύριος άξονας μιας ταξιανθίας5. φρ. α) «η ράχη τού καθίσματος [ή τής πολυθρόνας ή τού καναπέ]» — το ερεισίνωτο, το μέρος όπου ο καθισμένος ακουμπά την πλάτη τουβ) «η ράχη τού μαχαιριού» — η αντίθετη προς την κόψη τού μαχαιριού πλευράγ) «τού γύρισε τη ράχη» — τού φέρθηκε με περιφρόνησηδ) «τόν τρώει η ράχη του» — προκαλεί και μπορεί να τόν δείρουνε) «τόν έχω στη ράχη μου» — τόν συντηρώστ) «έχει ενενήντα χρόνια στη ράχη του» — είναι ενενήντα ετώναρχ.1. η πλάγια πλευρά τού ρινικού οστού («τὰ δ' ἑκατέρωθεν ἐπὶ τὰ μῆλα νεύοντα ὀστώδη ῥινὸς ῥάχις», Πολυδ.)2. η εξωτερική άκρη τών πλοκαμιών τού χταποδιού3. ο κορμός τού ανθρώπου.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥᾰχις ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *wrăgh- ή wrāgh- (με -α-, πρβλ. ῥᾱχός) με σημ. «αγκάθι, μύτη, κορυφή» και συνδέεται με λιθουαν. ražys «καλαμιώνας με σιτηρά», ražas «καλαμιώνας, ξερό κλαδί». Στην ίδια ρίζα ανάγεται πιθ. και ο τ. που παραδίδει ο Ησύχ. ὀρήχου τῆς αἱμασιᾶς, όπου το ὀ- αποτελεί πιθ. διαφορετική αντιπροσώπευση τού αρκτικού F*. Η σύνδεση, τέλος, τής λ. με τους τ. ῥαχία* και ῥάσσω παραμένει ανεπιβεβαίωτη. Για τη σχέση ανάμεσα στη σημ. τής λ. ῥάχις «σπονδυλική στήλη» και τη σημ. τής ρίζας «αγκάθι, μύτη» (πρβλ. και ῥαχός «ακανθώδης θάμνος, φράχτης από αγκαθωτά κλαδιά») πρβλ. και τις ανάλογες σημ. τών λέξεων: ἄκανθα «αγκάθι, σπονδυλική στήλη ψαριού», λατ. spina «αγκάθι, ράχη», γαλλ. epine dorsale «ραχοκοκαλιά» (< epine «αγκάθι»), βλ. λ. άκανθα].————————(II)ἡ, Ατο ῥάχος.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ῥάχος, τό, με αλλαγή γένους].
Dictionary of Greek. 2013.